roko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- roko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roko | rokoj |
αιτιατική | rokon | rokojn |
roko (eo)
- ο βράχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roko | rokoj |
αιτιατική | rokon | rokojn |
roko (eo)