roll out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας roll out
γ΄ ενικό ενεστώτα rolls out
αόριστος rolled out
παθητική μετοχή rolled out
ενεργητική μετοχή rolling out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

roll out < → δείτε τις λέξεις roll και out

Ρήμα[επεξεργασία]

roll out (en)

  • απλώνω, κάνω κάτι επίπεδο πιέζοντάς το
    Roll out the rug for us to see.
    Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε.

Πηγές[επεξεργασία]