roll out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | roll out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rolls out |
αόριστος | rolled out |
παθητική μετοχή | rolled out |
ενεργητική μετοχή | rolling out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]roll out (en)