roux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roux | roux |
θηλυκό | rousse | rousses |
roux (fr)
- που το χρώμα του τίνει προς το πορτοκαλί
- κοκκινομάλλης