κοκκινομάλλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.ci.noˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νο‐μάλ‐λης
Επίθετο
[επεξεργασία]κοκκινομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο
- που έχει κόκκινα μαλλιά
- άλλες μορφές: κοκκινόμαλλος
- ≈ συνώνυμα: ρουσομάλλης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ξανθομάλλης' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξανθομάλλης' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοκκινο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μάλλης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)