κοκκινομάλλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοκκινολαίμης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκκινομάλλης η κοκκινομάλλα
κοκκινομαλλού
κοκκινομαλλούσα
το κοκκινομάλλικο
      γενική του κοκκινομάλλη της κοκκινομάλλας
κοκκινομαλλούς
κοκκινομαλλούσας
του κοκκινομάλλικου
    αιτιατική τον κοκκινομάλλη την κοκκινομάλλα
κοκκινομαλλού
κοκκινομαλλούσα
το κοκκινομάλλικο
     κλητική κοκκινομάλλη κοκκινομάλλα
κοκκινομαλλού
κοκκινομαλλούσα
κοκκινομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκκινομάλληδες οι κοκκινομάλλες
κοκκινομαλλούδες
κοκκινομαλλούσες
τα κοκκινομάλλικα
      γενική των κοκκινομάλληδων των
κοκκινομαλλούδων
των κοκκινομάλλικων
    αιτιατική τους κοκκινομάλληδες τις κοκκινομάλλες
κοκκινομαλλούδες
κοκκινομαλλούσες
τα κοκκινομάλλικα
     κλητική κοκκινομάλληδες κοκκινομάλλες
κοκκινομαλλούδες
κοκκινομαλλούσες
κοκκινομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Συγκρίνεται με το κοκκινόμαλλος, κοκκινόμαλλη, κοκκινόμαλλο.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοκκινομάλλης < κοκκινο- + -μάλλης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ci.noˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κι‐νο‐μάλ‐λης

Επίθετο

[επεξεργασία]

κοκκινομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]