ρουσομάλλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρουσομάλλης | η | ρουσομάλλα | το | ρουσομάλλικο |
γενική | του | ρουσομάλλη | της | ρουσομάλλας | του | ρουσομάλλικου |
αιτιατική | τον | ρουσομάλλη | τη | ρουσομάλλα | το | ρουσομάλλικο |
κλητική | ρουσομάλλη | ρουσομάλλα | ρουσομάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρουσομάλληδες | οι | ρουσομάλλες | τα | ρουσομάλλικα |
γενική | των | ρουσομάλληδων | — | των | ρουσομάλλικων | |
αιτιατική | τους | ρουσομάλληδες | τις | ρουσομάλλες | τα | ρουσομάλλικα |
κλητική | ρουσομάλληδες | ρουσομάλλες | ρουσομάλλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾu.soˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐σο‐μάλ‐λης
Επίθετο[επεξεργασία]
ρουσομάλλης, -α, -ικο
- συνώνυμο του κοκκινομάλλης
- άλλες μορφές: ρουσομάλλικος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουσομάλλης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Λέξεις με *ρουσομαλλ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)