ρούσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρούσος < μεσαιωνική ελληνική ῥοῦσσος[1] < ελληνιστική κοινή ῥούσιος / ῥούσσεος / ῥόσεος < λατινική russus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rewdʰ- (κόκκινος)
Επίθετο[επεξεργασία]
ρούσος, -α, -ο
- (για ανθρώπους) που έχει ξανθοκόκκινες τρίχες
- (για ζώα) που έχει κοκκινωπό τρίχωμα
- (για γη και χωράφια) εύφορος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρούσος