royalty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφοράˈɹɔɪəlti
Ουσιαστικό royalty (πληθυντικός royalties)
- η τάξη ή η εξουσία ενός μονάρχη.
- Οι βασιλείς ή οι μονάρχες μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους.
- Δικαίωμα ή προνόμιο, όπως η εκμετάλλευση μιάς φυσικής πηγής πλούτου, η παραχώρηση του δικαιώματος αυτού, καθώς και η αμοιβή ενός τέτοιου δικαιώματος.
- Η αμοιβή ενός ιδιοκτήτη έγγειας περιουσίας, για το δικαίωμα της εκμετάλλευσης των ορυκτών της ιδιοκτησίας του.
- (κατ’ επέκταση) η αμοιβή των πνευματικών δικαιωμάτων ενός συγγραφέα, συνθέτη, εφευρέτη κλπ.