royalty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
royalty royalties

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɹɔɪəlti/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

royalty (en)

  1. (μη μετρήσιμο) οι βασιλικοί άνθρωποι, ένα ή περισσότερα μέλη μιας βασιλικής οικογένειας
    He comes from royalty (=a royal family).
    Κατάγεται από βασιλική οικογένεια.
  2. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) η αμοιβή, τα εισοδήματα των πνευματικών δικαιωμάτων ενός συγγραφέα, συνθέτη, εφευρέτη κλπ.
    the royalties from copyright - τα εισοδήματα από συγγραφικά δικαιώματα
  3. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) η αμοιβή ενός ιδιοκτήτη έγγειας περιουσίας, για το δικαίωμα της εκμετάλλευσης των ορυκτών της ιδιοκτησίας του

Πηγές[επεξεργασία]