rucksack
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rucksack | rucksacks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rucksack < άμεσο δάνειο από τη γερμανική Rucksack
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rucksack (en)