rummage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹʌm.ɪdʒ/


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rummage (en)

rummage (en)

He rummaged in his pocket for the receipt // Έψαξε στην τσέπη του για την απόδειξη