Μετάβαση στο περιεχόμενο

runway

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
runway runways

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
runway < run + way

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

runway (en)

  • ο διάδρομος, η πίστα του αεροδρομίου ή του ελικοδρομίου
      a runway for landing/take-off - διάδρομος προσγειώσεως/απογειώσεως
      the runway of the airport/heliport - η πίστα του αεροδρομίου/του ελικοδρομίου