rustaud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rustaud rustauds
θηλυκό rustaude rustaudes

rustaud (fr)

  1. χοντροκομμένος, αγροίκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rustaud rustauds

rustaud (fr) αρσενικό

  1. αγροίκος, άξεστος