săptămână
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
săptămână (ro) θηλυκό
- η εβδομάδα
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του săptămână
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o săptămână | săptămâna | nişte săptămâni | săptămânile |
γενική | a unei săptămâni | săptămânii | a unor săptămâni | săptămânilor |
δοτική | a unei săptămâni | săptămânii | a unor săptămâni | săptămânilor |
αιτιατική | o săptămână | săptămâna | nişte săptămâni | săptămânile |
κλητική | — | - | — | - |