salame
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
salame | salami |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- salame < sale → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]salame (it)
Λομβαρδικά (lmo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]salame