Μετάβαση στο περιεχόμενο

salame

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
salame salami

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
salame < sale λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

salame (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

salame