Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαλάμι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλάμι τα σαλάμια
      γενική του σαλαμιού των σαλαμιών
    αιτιατική το σαλάμι τα σαλάμια
     κλητική σαλάμι σαλάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλάμι < (άμεσο δάνειο) ιταλική salame + [1] < λατινική salamentum (= άλμη, παστό ψάρι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saˈla.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλάμι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
σαλάμι

σαλάμι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]