σαλαμοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλαμοποιώ < σαλαμοποίηση + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα[επεξεργασία]

σαλαμοποιώ (παθητική φωνή: σαλαμοποιούμαι)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]