salope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
salope salopes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

salope (fr) θηλυκό

  1. η βρόμα, η βρομιά
  2. η πόρνη
  3. η πρόστυχη
  4. η σκρόφα

Συγγενικά

[επεξεργασία]