sama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sama (eu)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sama | samaj |
αιτιατική | saman | samajn |
sama (eo)
- li laboras en la sama loko kie estas ŝia oficejo - δουλεύει στο ίδιο μέρος όπου είναι το γραφείο της