savo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | savo | savoj |
αιτιατική | savon | savojn |
savo (eo)
- η σωτηρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | savo | savoj |
αιτιατική | savon | savojn |
savo (eo)