savo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | savo | savoj |
| αιτιατική | savon | savojn |
savo (eo)
- η σωτηρία
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | savo | savoj |
| αιτιατική | savon | savojn |
savo (eo)