savoir-vivre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

savoir-vivre < savoir + vivre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

savoir-vivre (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (παρωχημένο) οδηγός συμπεριφοράς
  2. η συμπεριφορά κάποιου που γνωρίζει και εφαρμόζει τους κανόνες της ευγένειας
     συνώνυμα: éducation, politesse, tact
     αντώνυμα: incorrection, impolitesse

Δείτε επίσης[επεξεργασία]