savoir-vivre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
savoir-vivre (fr) αρσενικό άκλιτο
- (παρωχημένο) οδηγός συμπεριφοράς
- η συμπεριφορά κάποιου που γνωρίζει και εφαρμόζει τους κανόνες της ευγένειας