savour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
savour (en) (ΗΒ) και savor (ΗΠΑ)
- ιδιαίτερη γεύση ή μυρωδιά
- (μεταφορικά) γεύση
- the savour of victory
Ρήμα[επεξεργασία]
savour (en) (ΗΒ) και savor (ΗΠΑ)
- γεύομαι (εκτιμώ και απολαμβάνω κάτι)