se dépenser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- se dépenser < dépenser
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sə·de.pɑ̃.se/
Ρήμα[επεξεργασία]
se dépenser (fr) (pronominal: αντωνυμικό)
- κάνω προσπάθειες
- κουράζομαι
- (μεταφορικά) αθλούμαι, κάνω αθλητισμό, σπορ
- cet enfant a besoin de se dépenser - αυτό το παιδί χρειάζεται να κάνει αθλητισμό
- εκτονώνομαι