αθλητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθλητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική athlétisme < αρχαία ελληνική ἀθλητ(ής) + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθλητισμός αρσενικό
- το σύνολο των ατομικών και ομαδικών δραστηριοτήτων (αθλημάτων που αποσκοπούν στη γύμναση του σώματος
- (κατʼ επέκταση) οι οργανωτικές δομές (σύλλογοι, ομοσπονδίες κ.λπ.) που ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)