sport
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sport (en)
- (αθλητισμός) άθλημα, σπορ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sport < αγγλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sport | sports |
sport (fr)
- (αθλητισμός) το σπορ, ο αθλητισμός, η άθληση, το άθλημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sport (sr)
- λατινική γραφή του спорт