sebo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sebo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sebo | seboj |
αιτιατική | sebon | sebojn |
sebo (eo)
- το λίπος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sebo | seboj |
αιτιατική | sebon | sebojn |
sebo (eo)