seigneuriage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
seigneuriage < seigneur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
seigneuriage seigneuriages

seigneuriage (fr) αρσενικό

  1. δικαίωμα ενός άρχοντα
  2. δικαίωμα που είχαν μερικοί δεσπότες να κόβει νόμισμα