sendependisma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sendependisma < sen + dependism- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sendependisma sendependismaj
αιτιατική sendependisman sendependismajn

sendependisma (eo)

sendependismaj aktivuloj - πρόσωπα που αγωνίζονται για την ανεξαρτησία