senile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
senile < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική senile < λατινική senīlis (σχετικός με τους ηλικιωμένους) < senex (ηλικιωμένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (παλιός, γέρος). Συγγενική με την αρχαία ελληνική ἕνος, την σανσκριτική सन (sana), την παλαιά αρμενική հին (hin), την λιθουανική sẽnas και την γοτθική 𐍃𐌹𐌽𐌴𐌹𐌲𐍃 (sineigs)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
senile (en)
- γεροντικός
- there were a lot of senile grey-haired people walking in the park - υπήρχαν πολλοί γεροντικοί γκριζομάλληδες άνθρωποι που περπατούσαν στο πάρκο
- που έχει άνοια, (μειωτικό) ξεμωραμένος