sentient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sentient < λατινική sentiens

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsɛn.ti.ənt/

Επίθετο

[επεξεργασία]

sentient (en)

  1. ικανός να νιώθει/να βιώνει και ν' αντιλαμβάνεται
  2. σχετικός με την αντίληψη
  3. συνειδητός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]