senutila
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senutila | senutilaj |
αιτιατική | senutilan | senutilajn |
senutila (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senutila | senutilaj |
αιτιατική | senutilan | senutilajn |
senutila (eo)