servilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servilo | serviloj |
αιτιατική | servilon | servilojn |
servilo (eo)
- (πληροφορική) ο διακομιστής, ο σέρβερ