sesio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sesio | sesioj |
αιτιατική | sesion | sesiojn |
sesio (eo)
- η συνεδρίαση, η σύνοδος
- το χρονικό διάστημα που βαστά μια συνεδρίαση, σύνοδος, κλπ