sesio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sesio < sesi- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sesio sesioj
αιτιατική sesion sesiojn

sesio (eo)

  1. η συνεδρίαση, η σύνοδος
  2. το χρονικό διάστημα που βαστά μια συνεδρίαση, σύνοδος, κλπ

Σύνθετα[επεξεργασία]