studsesio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studsesio | studsesioj |
αιτιατική | studsesion | studsesiojn |
studsesio (eo)
- συνεδρίαση με σκοπό τη μελέτη