setback
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
setback | setbacks |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]setback (en)
- η ατυχία, η αναποδιά, μια δυσκολία ή πρόβλημα που καθυστερεί ή αποτρέπει κάτι ή επιδεινώνει μια κατάσταση