sharing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃɛɹɪŋ/ & /ˈʃɛəɹɪŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sharing sharings

sharing (en)

  1. μερισμός[1]
  2. το μοίρασμα
    ⮡  The technology company starts to charge for sharing passwords.
    Η εταιρεία τεχνολογίας αρχίζει η χρέωση για μοίρασμα κωδικών.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

sharing (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση «sharing» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.