shortsighted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | shortsighted |
συγκριτικός | more shortsighted |
υπερθετικός | most shortsighted |
Επίθετο[επεξεργασία]
shortsighted (en)
παραθετικά | |
θετικός | shortsighted |
συγκριτικός | more shortsighted |
υπερθετικός | most shortsighted |
shortsighted (en)