slim down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slim down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slims down |
αόριστος | slimmed down |
παθητική μετοχή | slimmed down |
ενεργητική μετοχή | slimming down |
slim down (en)
- αδυνατίζω
- ↪ His face has slimmed down.
- Αδυνάτισε στο πρόσωπο.
- ≈ συνώνυμα: lose weight
- ↪ His face has slimmed down.