snippet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός αριθμός: snippet (en)
πληθυντικός αριθμός: snippets (en)
- το σπάραγμα, το απόσπασμα
- το απόκομμα
- κομματάκι αποτέλεσμα ψαλιδισμού
- (πληροφορική) απόσπασμα (τμήμα, μέρος), από κώδικα προγράμματος, που συνήθως χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για τον τρόπο λειτουργίας μιας εντολής γλώσσας προγραμματισμού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- snippet στην αγγλική Βικιπαίδεια