snippet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
snippet < snip + -et

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: snippet (en)
πληθυντικός αριθμός: snippets (en)

  1. το σπάραγμα, το απόσπασμα
  2. το απόκομμα
  3. κομματάκι αποτέλεσμα ψαλιδισμού
  4. (πληροφορική) απόσπασμα (τμήμα, μέρος), από κώδικα προγράμματος, που συνήθως χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για τον τρόπο λειτουργίας μιας εντολής γλώσσας προγραμματισμού

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • snippet στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια