snorkel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
snorkel | snorkels |
snorkel (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | snorkel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snorkels |
αόριστος | snorkelled (ΗΒ), snorkeled (ΗΠΑ) |
παθητική μετοχή | snorkelled (ΗΒ), snorkeled (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | snorkelling (ΗΒ), snorkeling (ΗΠΑ) |
snorkel (en)
- χρησιμοποιώ αναπνευστήρα για κολύμβηση ή απλή παρατήρηση βυθού