so as to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
so as to (en)
- (ιδιωματισμός) έτσι ώστε να, για να
- ↪ We left home early so as to not have to drive after dark.
- Φύγαμε νωρίς απ' το σπίτι έτσι ώστε να μη χρειαζόταν να οδηγήσουμε μετά το σκοτάδι.
- ↪ I will pay now so as to be certain that…
- Θα πληρώσω τώρα για να είμαι βεβαίως ότι…
- ↪ Burglars wear gloves so as to not leave fingerprints./Burglars wear gloves so as not to leave fingerprints.
- Οι διαρρήκτες φορούν γάντια, για να μην αφήνουν δακτυλικά αποτυπώματα.
- ↪ We left home early so as to not have to drive after dark.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τον σύνδεσμο so that