sole proprietorship

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sole proprietorship sole proprietorships

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sole proprietorship < → δείτε τις λέξεις sole και proprietorship

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

sole proprietorship (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]