sourdine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sourdine < (άμεσο δάνειο) ιταλική sordina < sordo (κουφός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sourdine | sourdines |
sourdine (fr) θηλυκό