Μετάβαση στο περιεχόμενο

spaniol

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

spaniol (ro)

  1. ισπανικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spaniol (ro) αρσενικό

  1. ο Ισπανός