specialiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | specialiĝo | specialiĝoj |
αιτιατική | specialiĝon | specialiĝojn |
specialiĝo (eo)
- η ειδίκευση, η εξειδίκευση