spino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- spino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spino | spinoj |
αιτιατική | spinon | spinojn |
spino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spino | spinoj |
αιτιατική | spinon | spinojn |
spino (eo)