squeamish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | squeamish |
συγκριτικός | more squeamish |
υπερθετικός | most squeamish |
Επίθετο[επεξεργασία]
squeamish (en)
- σιχαίνομαι, που αισθάνεται εύκολα αηδία από δυσάρεστα θέαμα ή καταστάσεις, ειδικά όταν συνεπάγεται η θέα του αίματος
- ↪ He was squeamish about changing the baby’s diapers.
- Σιχαινόταν ν' αλλάξει τις πάνες του μωρού.
- ↪ He was squeamish about changing the baby’s diapers.