squeamish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός squeamish
συγκριτικός more squeamish
υπερθετικός most squeamish

Επίθετο

[επεξεργασία]

squeamish (en)

  • σιχαίνομαι, που αισθάνεται εύκολα αηδία από δυσάρεστα θέαμα ή καταστάσεις, ειδικά όταν συνεπάγεται η θέα του αίματος
    ⮡  He was squeamish about changing the baby’s diapers.
    Σιχαινόταν ν' αλλάξει τις πάνες του μωρού.