stair
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
stair
(en)
το
σκαλοπάτι
η
σκάλα
(
και στον πληθυντικό με την ίδια έννοια
)
συνώνυμα:
stairs
,
stairway
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Κατηγορίες
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Български
Català
ᏣᎳᎩ
Čeština
Cymraeg
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Gaeilge
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Polski
Русский
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tiếng Việt
中文