stano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stano | stanoj |
αιτιατική | stanon | stanojn |
stano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stano | stanoj |
αιτιατική | stanon | stanojn |
stano (eo)