starter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
starter | starters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]starter (en)
- (τεχνολογία) η μίζα
- το ορεκτικό
ενικός | πληθυντικός |
starter | starters |
starter (en)