starter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
starter starters

Ετυμολογία [επεξεργασία]

starter < start + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

starter (en)

  1. (τεχνολογία) η μίζα
  2. το ορεκτικό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appetizer