starter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
starter | starters |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
starter (en)
- (τεχνολογία) η μίζα
- το ορεκτικό