sterilization

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sterilization sterilizations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sterilization < sterile + -ization ή sterilize + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sterilization (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)