stipo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- stipo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stipo | stipoj |
αιτιατική | stipon | stipojn |
stipo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stipo | stipoj |
αιτιατική | stipon | stipojn |
stipo (eo)